- περικόπτω
- μετ.1) урезывать, сокращать;
περικόπτω τα περιττά έξοδα — урезать лишние расходы;
2) обрезать; подрезать; обрубать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περικόπτω τα περιττά έξοδα — урезать лишние расходы;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περικόπτω — cut all round pres subj act 1st sg περικόπτω cut all round pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόπτω — περικόπτω, περιέκοψα βλ. πίν. 11 και πρβλ. περικόβω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω … Dictionary of Greek
περικεκομμένα — περικόπτω cut all round perf part mp neut nom/voc/acc pl περικεκομμένᾱ , περικόπτω cut all round perf part mp fem nom/voc/acc dual περικεκομμένᾱ , περικόπτω cut all round perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόπτῃ — περικόπτω cut all round pres subj mp 2nd sg περικόπτω cut all round pres ind mp 2nd sg περικόπτω cut all round pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόψει — περικόπτω cut all round aor subj act 3rd sg (epic) περικόπτω cut all round fut ind mid 2nd sg περικόπτω cut all round fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόψουσι — περικόπτω cut all round aor subj act 3rd pl (epic) περικόπτω cut all round fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περικόπτω cut all round fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόψω — περικόπτω cut all round aor subj act 1st sg περικόπτω cut all round fut ind act 1st sg περικόπτω cut all round aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόψῃ — περικόπτω cut all round aor subj mid 2nd sg περικόπτω cut all round aor subj act 3rd sg περικόπτω cut all round fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεκομμένον — περικόπτω cut all round perf part mp masc acc sg περικόπτω cut all round perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεκομμένων — περικόπτω cut all round perf part mp fem gen pl περικόπτω cut all round perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)